Οι πέτρες (οι λίθοι) μεταξύ τους έχουν αρμούς οι οποίοι είναι το τσιμεντοκονίαμα. Όταν όμως παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την παραγωγή του κονιάματος αυτού (της τσιμεντόλασπης) παρατηρείται αλλοίωση της σύστασης και των μηχανικών χαρακτηριστικών του κονιάματος αυτού με αποτέλεσμα να έχουμε πλήρη αποδιοργάνωση δηλαδή ένα συνδετικό κονίαμα του οποίου οι αντοχές και η συνεκτικότητα έχουν σχεδόν μηδενιστεί. Ακόμα και με το χέρι είναι εφικτό να συνθλίψει κανείς το κονίαμα αυτό και να διαπιστώσει ότι έχει σύσταση ξηράς σκόνης χωρίς καμεία αντοχή, που προφανώς είχε αποκτήσει κατά την περίοδο κατασκευής της τοιχοποιϊας.

Η νέα αυτή ιδιότητα λέγεται ψαθυρότητα και συνιστά σοβαρό μειονέκτημα και δομοστατική ανεπάρκεια της φέρουσας τοιχοποιϊας. Σ’αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζουμε την τεχνική εισπίεσης ενός ενεματος που λέγεται τσιμεντένεμα και το οποίο αποτελείται από τσιμέντο portland, ιδιαίτερα λεπτόκοκκο αδρανές χαλαζιακή άμμο, microsilica, πρόσμεικτο βελτιωτικό κονιαμάτων και νερό. Το ρευστό αυτό μείγμα το οποίο διαθέτει ιξώδες ανάλογο με το εύρος των ρωγμών αλλά και των αρμών της τοιχοδομής που πρόκειται να αποκατασταθεί, διοχετεύεται μέσω σωληνίσκων τοποθετημένων στην ενδεδειγμένη πυκνότητα με εξειδικευμένο μηχανολογικό εξοπλισμό τσιμεντενέσεων με υδραυλική πίεση και με ιδιαίτερη προσοχή στο μανόμετρο προκειμένου να μην επιτραπεί ανάπτυξη υψηλής πίεσης που θα μπορούσε να αποδιοργανώσει (να διαλύσει) την τοιχοδομή.

Scroll to Top